συναπελέγχω

συναπελέγχω
Α
εξελέγχω συγχρόνως («τῆς πονηρίας φωραθείσης καὶ τὰ λοιπὰ συναπελέγχεται», Γρηγ. Νύσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἀπελέγχω «επικρίνω, καταδικάζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”